εναλλαγή γενεών

εναλλαγή γενεών
Φαινόμενο που παρατηρείται σε όλες τις ομάδες των φυτών που παρουσιάζουν εγγενή αναπαραγωγή και συνίσταται στη διαδοχική εναλλαγή δύο γενεών. Η μία έχει κανονική βλαστητική αγενή αναπαραγωγή (σποριοφυτική, διπλοειδής γενεά) που ολοκληρώνεται με την παραγωγή των σπορίων (σποριόφυτο). Η άλλη έχει εγγενή αναπαραγωγή (γαμετοφυτική, απλοειδής γενεά) που τελειώνει με την παραγωγή των εγγενών πολλαπλασιαστικών οργάνων, των γαμεταγγείων, που περιέχουν τους γαμέτες (γαμετόφυτο). Το φαινόμενο της ε.γ. μπορεί να παρατηρηθεί καθαρά στα φυλλόβρυα και στις πτέριδες. Στα πρώτα, το γαμετόφυτο συνίσταται από το πρωτόνημα και τον έμφυλλο βλαστό που προέρχεται από αυτό, και το σποριόφυτο από τον ποδίσκο που φέρει τη σποριόκαψα με τα σπόρια. Στα πτεριδόφυτα, το σποριόφυτο είναι κλαδίσκος φορέας των σπορίων, ενώ το γαμετόφυτο περιορίζεται σε ένα πράσινο μικρό έλασμα, το προθάλλιο, επί του οποίου αναπτύσσονται τα όργανα που παράγουν τους αρσενικούς και τους θηλυκούς γαμέτες. Στα βρυόφυτα, το κύριο φυτό είναι το γαμετόφυτο, ενώ στα πτεριδόφυτα το σποριόφυτο. Στα σπερματόφυτα, το γαμετόφυτο περιορίζεται ακόμη περισσότερο και δεν είναι εμφανές. Πρόκειται για τους γυρεόκοκκους και τον εμβρυόσακο. Το σποριόφυτο είναι το κύριο φυτό με ρίζα, βλαστό και φύλλα. Στα φύκη το γαμετόφυτο και το σποριόφυτο μπορεί να μοιάζουν μορφολογικά (ισομορφική ε.γ.) ή να είναι ανόμοια (ετερομορφική ε.γ.). Εναλλαγή γενεών στη φτέρη (νεφρολεπίδα): 1) σπόριο, 2) πρώτη φάση ανάπτυξης του προθαλλίου, 3) προθάλλιο πλήρως ανεπτυγμένο, 4) ανθηρίδιο, 5) αρχεγόνιο που περιέχει το ωοκύτταρο, 6) ανθηροζωίδιο, 7) γονιμοποιημένο ωοκύτταρο ή ζυγώτης, 8) τμήμα του ζυγώτη, 9) νεαρό σποριόφυτο σφηνωμένο ακόμα στο προθάλλιο, 10) σποριόφυτο σε πλήρη ανάπτυξη, 11} ώριμα σπόρια που αποσπώνται από το σποριάγγειο. Με τον αριθμό 7 αρχίζει η εγγενής γένεση, με τον αριθμό 11 η αγενής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σποριόφυτο — το, Ν βοτ. (στα φυτά που εμφανίζουν εναλλαγή γενεών) ο φυτικός οργανισμός που αντιπροσωπεύει τη διπλοειδή φάση στον κύκλο ζωής τού φυτού, δηλαδή η αγενής φάση στην εναλλαγή τών γενεών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sporophyte (< σπόριον… …   Dictionary of Greek

  • διμορφισμός — Η ύπαρξη δύο διαφορετικών μορφών σε άτομα του ίδιου είδους ζώων ή φυτών. Διακρίνουμε δύο κύριες κατηγορίες δ.: τον γενετικό δ., ο οποίος οφείλεται σε χαρακτηριστικά που ελέγχονται γενετικά, και τον μη γενετικό δ., που οφείλεται σε άλλους… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτόγαμα — Όρος που αποδίδεται σε φυτά που αναπαράγονται με σπόρια και όχι με σπέρματα. Ο όρος εμφανίστηκε κατά τον 19ο αι., για να χαρακτηρίσει φυτά των οποίων τα όργανα αναπαραγωγής δεν ήταν εμφανή, σε αντίθεση με τα φυτά που παράγουν σπέρματα, όπου η… …   Dictionary of Greek

  • Μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) …   Dictionary of Greek

  • κνιδόζωα — Φύλο υδρόβιων μεταζώων, σχεδόν αποκλειστικών θαλάσσιων, με ακτινωτή συμμετρία, τα οποία είτε ζουν μόνα τους είτε είναι οργανωμένα σε αποικίες, στην επιφάνεια της θάλασσας ή προσκολλημένα στο έδαφος. Από εξελικτική άποψη, τα κ. βρίσκονται σε… …   Dictionary of Greek

  • μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) …   Dictionary of Greek

  • πολυκυκλικός — ή, ό, Ν 1. χημ. ονομασία τών κυκλικών οργανικών ενώσεων, τών οποίων τα μόρια περιέχουν περισσότερους από έναν δακτυλίους 2. ζωολ. (για παρθενογενετικά είδη ή είδη με εναλλαγή γενεών) αυτός στον οποίο η εμφάνιση αρρένων, συνεπώς και η γονιμοποίηση …   Dictionary of Greek

  • σποριοφυτικός — ή, ό, Ν [σποριόφυτο] φρ. «σποριοφυτική γενεά» βοτ. (στα φυτά που εμφανίζουν εναλλαγή γενεών) η διπλοειδής φάση στον κύκλο ζωής η οποία αντιπροσωπεύεται από το σποριόφυτο …   Dictionary of Greek

  • αναδυομένη — (anadyomene). Γένος χλωροφυκών, κυρίως των τροπικών θαλασσών. O φυλλοειδής θαλλός της α. προσηλώνεται στον πυθμένα με τη βοήθεια ριζοειδών. Η εγγενής αναπαραγωγή είναι ισόγαμος και παρατηρείται ισομορφική εναλλαγή γενεών. Το κυριότερο είδος του… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”